- επισκευαστος
- ἐπισκευαστός3[adj. verb. к ἐπισκευάζω См. επισκευαζω] восстановленный, возобновленный
(ἀθανασία Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀθανασία Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επισκευαστός — ἐπισκευαστός, ή, όν (Α) [επισκευάζω] επισκευασμένος, διορθωμένος … Dictionary of Greek
ἐπισκευαστόν — ἐπισκευαστός repaired masc acc sg ἐπισκευαστός repaired neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστοῖς — ἐπισκευαστός repaired masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστῆς — ἐπισκευαστός repaired fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστή — ἐπισκευαστός repaired fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστῶς — ἐπισκευαστός repaired adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστῶν — ἐπισκευαστής one who equips masc gen pl ἐπισκευαστός repaired fem gen pl ἐπισκευαστός repaired masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευασταί — ἐπισκευαστής one who equips masc nom/voc pl ἐπισκευαστός repaired fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστάς — ἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστής one who equips masc acc pl ἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστής one who equips masc nom sg (epic doric aeolic) ἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστός repaired fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστῇ — ἐπισκευαστής one who equips masc dat sg (attic epic ionic) ἐπισκευαστός repaired fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστήν — ἐπισκευαστής one who equips masc acc sg (attic epic ionic) ἐπισκευαστός repaired fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)